- σαμβούκος
- ο, Νβοτ. βλ. σαμπούκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζαμπούκος — ο το φυτό ακτίς ή μέλαινα ή σαμβούκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sambuco < λατ. sambucus] … Dictionary of Greek
σαμπούκος — και σαμβούκος, ο, Ν βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια καπριφολιίδες τής τάξης διψακώδη και που περιλαμβάνει 20 είδη δένδρων και θάμνων από τα οποία το Sambucus nigra, αυτοφυές στην Ελλάδα, είναι κοινώς γνωστό ως… … Dictionary of Greek